- δαιδαλόγλωσσος
- δαιδαλό-γλωσσος, mit kunstvoller Sprache
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιδαλόγλωσσος — δαιδαλόγλωσσος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί με πανουργία περίτεχνη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + γλωσσος < γλώσσα] … Dictionary of Greek